- υπηρέτης
- ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, -ιδος, Ανεοελλ.1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο3. φρ. «δημόσιοι υπηρέτες»(παλ. όρος) i) κατηγορία δημόσιων υπαλλήλων με κατώτερο βαθμόii) το σύνολο τών δημοσίων υπαλλήλωνμσν.-αρχ.υποδιάκονος, υπηρέτης διακόνου, πρεσβυτέρου ή επισκόπουαρχ.1. αυτός που υπηρετούσε στο πλοίο ως κωπηλάτης με κατώτερο βαθμό2. δούλος που ακολουθούσε στην εκστρατεία τον κύριό του3. αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού, υπασπιστής ή ακόλουθος4. λειτουργός τής λατρείας τού Μίθρα5. φρ. α) «Φοίβου ὑπηρέται» — οι κάτοικοι τών Δελφών (Σοφ.)β) «ὑπηρέτης τοῡ χοροῡ» — ο αυλός (Πρατίν.)γ) «ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπηρέτης» — ο βοηθός τών ένδεκα στην αρχαία Αθήνα, ο δήμιος τών πολιτικών καταδίκων (Πλάτ.)δ) «ὑπηρέτης ἔργου» — άτομο που είχε μια οποιαδήποτε υπηρετική σχέση (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. υπηρέτης, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ουσ. ἐρέτης «κωπηλάτης» (το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως), αποτελούσε αρχικά όρο τού ναυτικού λεξιλογίου και δήλωνε τον κωπηλάτη που βρισκόταν υπό τις διαταγές τού κελευστή (για τη χρήση αυτή τής πρόθεσης ὑπό βλ. λ. υπ[ο]-). Στη συνέχεια η λ. χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκταση με τις γενικότερες σημ. «βοηθός, διάκονος, δούλος», οι οποίες είναι οι μόνες που διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.